- μυρόκαρπος
- οβοτ. γένος δέντρων τής Βραζιλίας και τής Αργεντινής με παχύ φλοιό και συμπαγές ξύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myrocarpus (< μύρον + καρπός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek